ελληνολάτρης

ελληνολάτρης
ο
θηλ. -ισσα αυτός που έχει ελληνολατρία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελληνολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό …   Dictionary of Greek

  • Меледзис, Спирос — Спирос Меледзис (греч. Σπύρος Μελετζής, Имброс 20 января 1906 г.  Афины 14 ноября 2003 г.), греческий фотограф, известный в Греции и как фотограф Греческого Сопротивления 1941 1944 гг.[1]. Содержание 1 Биография …   Википедия

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • φιλέλληνας — ο 1. αυτός που αγαπάει την Ελλάδα και τους Έλληνες, ελληνολάτρης. 2. ξένος που υποστηρίζει τα συμφέροντα της Ελλάδας από αγάπη σ αυτή. 3. ξένος που πήρε μέρος στους πολεμικούς αγώνες της Eλλάδας: Ο λόρδος Mπάιρον ήταν Άγγλος φιλέλληνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”